αγκινάρα

αγκινάρα
Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει φύλλα μεγάλα, πτερόλοβα, αδρά και αγκαθωτά, και άνθη γαλαζοϊώδη ή κοκκινωπά, συγκεντρωμένα σε μεγάλα κεφάλια, που τα προστατεύουν πλατιά και σκληρά περιβληματικά φύλλα (βράκτεια), τα οποία στενεύουν προς την κορυφή και καταλήγουν σε κιτρινωπό αγκάθι. Αυτά τα περιβληματικά φύλλα τρώγονται. Η α. είναι από τα πιο διαδεδομένα λαχανικά. Καλλιεργείται σε ειδικούς αγρούς (αγκιναρότοποι) αλλά και στις άκρες των κήπων και των χωραφιών ή των αμπελιών, ιδιαίτερα στις ακτές της Μεσογείου. Υπάρχουν ποικιλίες που παράγουν κεφάλια χωρίς αγκάθια, πρασινωπά ή πορφυροϊώδη. Οι α. τρώγονται ωμές, όταν είναι τρυφερές, σαλάτα ή βρασμένες και μαγειρεμένες με διάφορους τρόπους· ειδικές ποικιλίες μπορούν να συντηρηθούν μέσα στο ξίδι. Περιέχουν την κιναρίνη, μια ουσία πικρή, με θεραπευτικές ιδιότητες για ορισμένες παθήσεις του ήπατος. Στην ίδια οικογένεια των συνθέτων ανήκει και η αγριαγκινάρα (κινάραηκαρδούγκουλος), φυτό με φύλλα μακριά, λευκοπράσινα, εριώδη και με χοντρές σαρκώδεις νευρώσεις· οι ταξιανθίες τους είναι κεφάλια, που σχηματίζονται από λεπτά λοβώδη ανθάκια με ιώδες χρώμα και περιβάλλονται από προστατευτικά αγκαθωτά φύλλα, τα βράκτεια. Σε μερικές χώρες της Ευρώπης καλλιεργούνται πολυάριθμες ποικιλίες αγριαγκινάρας, η οποία θεωρείται άριστο χειμωνιάτικο λαχανικό· τρώγονται οι ποδίσκοι και οι τρυφερές κορυφές των φύλλων της. Η γεύση της είναι κάπως πικρή, αλλά ευχάριστη. Συγγενή φυτά με την α. είναι και τα αγριάγκαθα, που ανήκουν σε διάφορα γένη (κάρδος, κίρσιο, κνίκος, ονόπορδον, καρλίνα). Τα πιο συνηθισμένα στα χωράφια, στους χερσότοπους και στους δρόμους, είναι το ονόπορδοντοακάνθιον ή γαϊδουράγκαθο και το κίρσιοντολογχόφυλλον, και τα δύο με μεγάλα αγκαθωτά κεφάλια που παράγουν σπέρματα (αχαίνια) πολύ μικρά. Τα σπέρματα είναι εφοδιασμένα με πάππο σαν πούπουλο, από μεταξένιες τρίχες με ακτινωτή διάταξη, που διευκολύνει τη διασπορά τους. Συνηθέστατο στους αγρούς δημητριακών είναι το κίρσιο το κοινό, λιγότερο αγκαθωτό από τα προηγούμενα και με τα άνθη των κενταυρίων. Σε χέρσους πετρώδεις τόπους της ΒΔ Ελλάδας έως τη Θεσσαλία, φύεται το κίρσιοντουΠηλίου. Στα αλπικά βοσκοτόπια συναντούμε ένα συγγενικό φυτό, την καρλίνατηναπλή, που τα δισκοειδή κεφάλια της συχνά βρίσκονται σε μικρή απόσταση από το έδαφος, πάνω σε ρόδακα, επειδή συνήθως το φυτό αυτό έχει πολύ κοντό βλαστό. Φέρουν γλωσσίδια αργυρόλευκα σε ακτινωτή διάταξη, γύρω από έναν παχύ δίσκο με σωληνοειδή άνθη. Τα κεφάλια αυτά, ευαίσθητα στις μεταβολές υγρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, έχουν την τάση να κλείνουν πριν από τη βροχή και να ξανανοίγουν όταν τα χτυπήσει ο ήλιος ή φυσήξει άνεμος ξηρός. άγρια α. Κοινή ονομασία του φυτού κινάρα η καρδούγκουλος της οικογένειας των συνθέτων. Είναι φυτό πολυετές, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, πολυγωνικό, ύψους 80 εκ. έως 1,50 μ. Έχει φύλλα άσπρα, με αγκάθια λεπτά, κίτρινα και άνθη μπλε. Είναι κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας. Αγκινάρα ανθισμένη. Η αγκινάρα χρησιμοποιείται ως τροφή από τα αρχαιότατα χρόνια. Αγκινάρα κλειστή στην οποία διακρίνονται τα περιβληματικά φύλλα (βρακτεία) που τρώγονται.
* * *
η Βοτ.
φυτό ποώδες, πολυετές τού γένους Κινάρα* τής οικογένειας τών Συνθέτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κινάρα*. Το έρρινο προήλθε από παρετυμολογική σύνδεση με τα αγκίστρι, αγκύλη κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκινάρα — η το φυτό και ο καρπός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκιναριά — η [αγκινάρα] το φυτό αγκινάρα σε αντιδιαστολή προς τον καρπό του …   Dictionary of Greek

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Phonologie — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • αγκιναροφάγος — ο αυτός που τού αρέσει πολύ να τρώει αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκινάρα + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β τού τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καυλοκινάρα — καυλοκινάρα, ἡ (Α) ο βλαστός τής αγκινάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + κινάρα «αγκινάρα». Προσδιοριστικό σύνθ. με προσδιοριστικό στοιχείο το β συνθετικό (πρβλ. πονο κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • κινάρα — η (Α κινάρα και κυνάρα) γένος φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που κυριότερο είδος του είναι η αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”